λίσφος

λίσφος
λίσφ-ος, η, ον, [dialect] Att. for ἄπυγος, Moer.p.245 P.; said to be [dialect] Att. for λίσπος (q. v.), Tz.ad Hes.Op.156.
II as Subst. λίσφοι, οἱ, = ἴσχια, EM567.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίσφος — λίσφος, η, ον (Α) βλ. λίσπος …   Dictionary of Greek

  • λίσφη — λίσφος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσφοι — λίσφος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσφους — λίσφος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… …   Dictionary of Greek

  • λισφώσασθαι — (Α) [λίσφος] (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαττώσασθαι» …   Dictionary of Greek

  • υπόλισπος — και αττ. τ. ὑπόλισφος, ον, Α (ως κωμικός χαρακτηρισμός τών γλουτών τών κωπηλατών) πεπλατυσμένος στην κάτω επιφάνεια («πολλοῑς γ ὑπολίσποις πυγιδίοισιν ἐχαρίσω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λίσπος / λίσφος «λείος»] …   Dictionary of Greek

  • lei-3 —     lei 3     English meaning: slimy; to glide     Deutsche Übersetzung: ‘schleimig, durch Nässe glitschiger Boden, ausgleiten, worũber hinschleifen or streichen, also glättend worũber fahren; andrerseits schleimig = klebrig”     Note: various… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”